Περιγραφή
Ο ΧΑΡΙΣΜΑΤΙΚΟΣ ΙΠΠΟΤΗΣ ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ ΝΤΕ ΛΑ ΜΑΝΤΣΑ
Αυτό που ώθησε τον Θερβάντες να γράψει τον Δον Κιχώτη ήταν, αφενός, η βαθιά και πλατιά γνωριμία του με τη ζωή, κι αφετέρου, η πίστη του πως η λογοτεχνία δεν είναι κάτι για να περνάει η ώρα, παρά κάτι που πρέπει να διδάσκει και να τονώνει τους ανθρώπους, ώστε και αυτοί να τα βγάζουν πέρα με τις δυσκολίες της ζωής, ακολουθώντας σωστούς και ηθικούς τρόπους, και τους συνανθρώπους τους να βοηθάν για τον ίδιο σκοπό.
Εύλογο λοιπόν ήταν να γράψει ένα έργο με το οποίο να καυτηριάζει την αντίληψη που υπήρχε εκείνο τον καιρό πως η λογοτεχνία δεν έχει άλλο προορισμό απ’ το να ψυχαγωγεί και να διασκεδάζει τον κόσμο, όπως ένα τραγούδι ή ένας χορός ή ένα ποτήρι κρασί. Εξ ου κι η μεγάλη διάδοση των βιβλίων της ιπποσύνης, που σ’ όλο σχεδόν το 16ο αιώνα κυριαρχούσαν στο αναγνωστικό και το ακροαστικό κοινό. Και λέμε “ακροαστικό”, διότι η μεγάλη μάζα των ανθρώπων ήταν τότε αγράμματοι, κι ο πολύς κόσμος επικοινωνούσε μ’ ένα ποίημα ή ένα αφήγημα ακούγοντας να το απαγγέλλουν ή να το διαβάζουν άλλοι, απολαμβάνοντάς το με τον ίδιο περίπου τρόπο που απολάμβανε μια θεατρική παράσταση, που εκείνο τον καιρό ήταν περισσότερο ακρόαμα και λιγότερο θέαμα, αφού και σκηνικά δεν υπήρχαν και οι ηθοποιοί κινούνταν ελάχιστα, αν όχι καθόλου, πάνω στη σκηνή.
Κι επειδή και οι ιστορίες και οι ήρωες των βιβλίων της ιπποσύνης ήταν κάτι το οικείο στο ευρύ κοινό, αναγνωστικό ή ακροαστικό, χρησιμοποίησε τα ίδια μέσα μ’ εκείνα, δηλαδή ένα ζευγάρι ιππότη και συνοδού ασπιδοκράτη, που, όπως στα βιβλία της ιπποσύνης, περιφέρεται εδώ κι εκεί, σε μακρινές συνήθως αποστάσεις, και για να κυνηγήσει περιπέτειες, αλλά και για να πολεμήσει την κακία και την αδικία στον κόσμο. Με μία όμως σημαντική διαφορά: ενώ στα βιβλία της ιπποσύνης μια τέτοια περιπέτεια θεωρούνταν εύλογη και φυσική, άσχετο αν στην πραγματικότητα δεν συνέβαινε ποτέ, ο Θερβάντες αισθάνεται την ανάγκη να την δικαιολογήσει, παρουσιάζοντας για ιππότη έναν τρελό, ή έστω μισότρελο, που του ‘χει στρίψει το μυαλό απ’ τα πολλά διαβάσματα και μάλιστα βιβλίων της ιπποσύνης, και για ασπιδοκράτη συνοδό του έναν χαζό, τόσο ώστε να πιστεύει αυτό που του λέει τ’ αφεντικό του, ότι δηλαδή σύντομα θα κατακτήσει ένα νησί στο οποίο θα βάλει αυτόν, δηλαδή το συνοδό, για κυβερνήτη. Κι εδώ που τα λέμε δεν υπάρχει πιο φυσικό κίνητρο για οποιαδήποτε ανθρώπινη ενέργεια, ιδίως αν ο άνθρωπος είναι χαζός, απ’ το συμφέρον.
Μ’ αυτές λοιπόν τις προϋποθέσεις παύει να ‘ναι συμβατικό το ζευγάρι δον Κιχώτη – Σάντσο, κι ο αναγνώστης ή ο ακροατής παρακολουθεί τις περιπέτειές τους σαν κάτι το πιθανό, άρα συναρπαστικό κι ενδιαφέρον. Εύλογες και πιθανές βλέπει επίσης ο αναγνώστης ή ο ακροατής τις παραισθήσεις του δον Κιχώτη, που ορμάει με προτεταμένο δόρυ ή ξεγυμνωμένο σπαθί καταπάνω στον πιο ειρηνικό συναπαντητή του, νομίζοντάς τον για κάποιο γίγαντα ή κάποιο τέρας της φύσεως, κι ας προσπαθεί να τον αποτρέψει ο Σάντσο, που μπορεί να ‘ναι χαζός, δεν έχει όμως τις παραισθήσεις ενός τρελού.
Εκείνο ωστόσο που έχει την πιο μεγάλη αξία στο πεζογράφημα του Θερβάντες είναι οι αναρίθμητοι κι ατέλειωτοι διάλογοι ανάμεσα στον δον Κιχώτη και τον Σάντσο, τον ιππότη και τον ασπιδοκράτη του, τ’ αφεντικό και τον υπηρέτη όχι βέβαια όταν οδεύουν ο ένας πίσω απ’ τον άλλον, ο δον Κιχώτης πάνω στ’ οκνό του άλογο κι ο Σάντσο πάνω στο γάιδαρό του, αλλά όταν κάθονται, είτε για να ξεκουραστούν, είτε για να περάσουν κάπου τη νύχτα τους. Τότε ο δον Κιχώτης γίνεται ο συνετότερος των ανθρώπων, ενώ ο λόγος του είναι γεμάτος γνώσεις και πείρα ζωής. Απ’ την άλλη μεριά παύει να ‘ναι χαζός κι ο Σάντσο, αντίθετα μάλιστα: λέει πράγματα γεμάτα λαϊκή σοφία και τόσο συναρπαστικά μερικές φορές, που αφήνουν ενεό από θαυμασμό και το ίδιο τ’ αφεντικό του. […] (Από την εισαγωγή της έκδοσης)